- ἐπιζώστρα
- ἐπι-ζώστρα, ἡ,A = ζωστήρ, girdle, S.Fr.342.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπιζώστρα — ἐπιζώστρᾱ , ἐπιζώστρα girdle fem nom/voc/acc dual ἐπιζώστρᾱ , ἐπιζώστρα girdle fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιζώστρα — ἐπιζώστρα, ἡ (Α) ζώνη … Dictionary of Greek
ἐπιζώστρας — ἐπιζώστρᾱς , ἐπιζώστρα girdle fem acc pl ἐπιζώστρᾱς , ἐπιζώστρα girdle fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)